φλέγεται

φλέγεται
φλέγω
burn
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… …   Dictionary of Greek

  • опалати — ОПАЛА|ТИ (1*), Ю, ѤТЬ гл. То же, что опалѧти. Образн.: кѹпно ѹностью и безѹмиѥмь опалаѥть д҃шю съ досажениѥмь (φλέγεται) ГА XIV1, 51 а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • άναμμα — το (Α ἄναμμα) [ἀνάπτω] νεοελλ. 1. το να ανάβει κανείς, να βάζει φωτιά, η ανάφλεξη 2. παροχή ρεύματος σε ηλεκτρική συσκευή ή λαμπτήρα 3. υψηλή θερμοκρασία, υπερβολική ζέστη 4. πυρετός 5. ο ανώτατος βαθμός μιας καταστάσεως, η ένταση 6. σεξουαλική… …   Dictionary of Greek

  • άφλεκτος — η, ο (AM ἄφλεκτος, ον) αυτός που δεν φλέγεται νεοελλ. αυτός που δεν είναι δυνατόν να αναφλεγεί αρχ. ο αμαγείρευτος …   Dictionary of Greek

  • αίθω — αἴθω (Α) 1. ανάβω, καίω (χρησιμοποιείται μόνο σε ενεστ. και παρατ.) 2. (αμτβ.) φλέγομαι, λάμπω 3. παθ. φλέγομαι, καίγομαι (στον Όμηρο μόνο στη μετοχή: «πυρὸς μένος αἰθομένοιο») 4. Στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα από την ύπαρξη κυρίου ονόματος… …   Dictionary of Greek

  • αειφλεγής — ἀειφλεγής, ές (Α) αυτός που πάντοτε φλέγεται, που βγάζει συνεχώς φλόγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φλεγὴς < φλέγω] …   Dictionary of Greek

  • αμφίπυρος — ἀμφίπυρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει φωτιά στα δύο του άκρα 2. αυτός που φλέγεται ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πυρος < πῦρ] …   Dictionary of Greek

  • αφλεγής — ἀφλεγής, ές (Α) αυτός που δεν φλέγεται …   Dictionary of Greek

  • ετοιμόφλεκτος — ἑτοιμόφλεκτος, ον (Μ) αυτός που φλέγεται, που ανάβει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ φλεκτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”